facsimile - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

facsimile - translation to ολλανδικά


facsimile         
n. facsimile, exact copy; electronic transmission of written material; material sent via a fax machine
autotypie      
n. autotype, facsimile
fax      
n. facsimile, fax

Ορισμός

facsimile
<communications> ("fax") A process by which fixed graphic material including pictures, text, or images is scanned and the information converted into electrical signals which are transmitted via telephone to produce a paper copy of the graphics on the receiving fax machine. Some modems can be used to send and receive fax data. {V.27 ter} and V.29 protocols are used. [Details? Standards?] (2004-07-26)

Βικιπαίδεια

Facsimile
Een facsimile is een replica] van een [[handschrift (document)|handschrift of oude druk. De term komt van het Latijnse fac simile en betekent letterlijk "maak gelijkend".
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για facsimile
1. The subpoenas were served by facsimile late Tuesday.
2. "It definitely says something, it‘s not just a facsimile.
3. The facsimile, by advancing our understanding, can deepen our experience.
4. He paid, sight unseen, to have a facsimile shipped to Montana.
5. Step into the facsimile tomb of Thutmose and take a fantastical leap of faith.